- δυσμαί
- αι (AM δυσμαί, αι και δυσμή, ηΑ δωρ. τ. και δυθμή)1. το μέρος τού ορίζοντα που δύει ο ήλιος («προς δυσμάς», «πρὸς ἡλίου δυσμέων» — προς τα δυτικά)2. το τελευταίο χρονικό διάστημα («εις τας δυσμάς τού βίου του, τής στρατιωτικής του υπηρεσίας» κ.λπ.στο τέλος τής ζωής του, τής στρατιωτικής του υπηρεσίας κ.λπ.β. «δυσμαί βίου» — τα γηρατειά, το τέλος τής ζωής).
Dictionary of Greek. 2013.